φιλάρετος

φιλάρετος
I
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πλούσιος γεωργός που καταγόταν από την Παφλαγονία. Έζησε τον 8o αι. και διακρίθηκε για τη φιλανθρωπική δράση του. Παντρεύτηκε την εγγονή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ’ του Πορφυρογέννητου, Μαρία, και αναδείχθηκε σε ύπατο. Η μνήμη του τιμάται την 1η Δεκεμβρίου.
II
(Φλωρεντία 1400; – Ρώμη 1465;). Όνομα με το οποίο είναι γνωστός ο Ιταλός αρχιτέκτονας και γλύπτης Αντόνιο Αβερλίνο ή Αβερουλίνο. Εργάστηκε κυρίως στο Μιλάνο, όπου ασχολήθηκε με την κατασκευή οχυρωματικών έργων στον πύργο των Σφόρτσα, και στη Ρώμη, όπου φιλοτέχνησε την πύλη του Aγίου Πέτρου στο Βατικανό. Έχει γράψει και τη μελέτη Πραγματεία περί αρχιτεκτονικής (Trattato d’architetura, 1460-64).
* * *
-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αρετή («τὸν Θεὸν ἅτε φιλάρετον καὶ φιλόκαλον», Φίλ.).
επίρρ...
φιλαρέτως Μ
κατά τρόπο φιλάρετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -άρετος (< ἀρετή), πρβλ. ἐν-άρετος, παν-άρετος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Φιλάρετος — lover of virtue masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρετος — lover of virtue masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλάρετος, Γεώργιος — (Χαλκίδα 1848 – Αθήνα 1929). Έλληνας νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος. Απόφοιτος και διδάκτορας (1871) της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ασχολήθηκε περισσότερο με τη δημοσιογραφία και την πολιτική παρά με τη δικηγορία που… …   Dictionary of Greek

  • φιλάρετον — φιλάρετος lover of virtue masc/fem acc sg φιλάρετος lover of virtue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλαρέτοις — Φιλάρετος lover of virtue masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρέτοις — φιλάρετος lover of virtue masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλαρέτου — Φιλάρετος lover of virtue masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρέτου — φιλάρετος lover of virtue masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλαρέτους — Φιλάρετος lover of virtue masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρέτους — φιλάρετος lover of virtue masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”